- σαλτάρισμα
- το, -ατοςπήδημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλτάρισμα — το, Ν [σαλτάρω] 1. τίναγμα τού σώματος σε απόσταση, συνήθως για την αποφυγή ενός εμποδίου, πήδημα, άλμα 2. μτφ. τρέλα, απώλεια τού λογικού … Dictionary of Greek
σάλτο — το, Ν 1. άλμα, πήδημα, σαλτάρισμα 2. φρ. «σάλτο μορτάλε» α) επικίνδυνη ακροβατική επίδειξη σε τσίρκο β) συνεκδ. παράτολμη και επικίνδυνη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salto «πήδημα» < λατ. saltus «άλμα» < λατ. salio «πηδώ»] … Dictionary of Greek
τίναγμα — το, ατος 1. κλονισμός, ξετίναγμα, τράνταγμα: Ένιωσα τίναγμα με το σεισμό. 2. ξεσκόνισμα: Τίναγμα του σεντονιού. 3. πήδημα, σαλτάρισμα: Μ ένα τίναγμα έπιασε την μπάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)